εὐχαλίνωτος

εὐχαλίνωτος
εὐχαλίνωτος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευχαλίνωτος — εὐχαλίνωτος, ον (Α) αυτός που συγκρατείται καλά, που είναι καλά χαλιναγωγημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλινωτος (< χαλινώ), πρβλ. α χαλίνωτος, δυσ χαλίνωτος] …   Dictionary of Greek

  • ευχάλινος — εὐχάλινος, ον (Α) (για ίππους) 1. αυτός που έχει ωραίο χαλινό 2. αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, ευχαλίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλινός] …   Dictionary of Greek

  • εύφιμος — εὔφιμος, ον (Α) 1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό 2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”